μεταλλεύσιμος

μεταλλεύσιμος
η , ο [ος , ον ] годный для разработки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μεταλλεύσιμος" в других словарях:

  • μεταλλεύσιμος — η, ο [μετάλλευση] αυτός που μπορεί να δώσει μετάλλευμα, αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να εξορύξει μέταλλο, εκμεταλλεύσιμος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»